αδερφομοίρι

αδερφομοίρι
το
-ιού, καθένα από τα ίσα μέρη στα οποία μοιράστηκε ανάμεσα στα αδέρφια η πατρική περιουσία: Πούλησε το αδερφομοίρι του κι έφυγε για την ξενιτιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδελφομοίρι — και αδερφομοίρι, το 1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού 2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού 3. (ειδικότερα) το μερίδιο τού νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία 4. δίκαιη, ίση διανομή τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”